- ῥαγολογία
- ῥᾱγολογ-ία, ἡ,A gathering of berries or grapes, Suid. s.v. ἐπιφυλλίδα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραγολογία — η / ῥαγολογία, ΝΑ [ῥαγολόγος] το ραγολόγημα … Dictionary of Greek
ῥαγολογίαν — ῥαγολογίᾱν , ῥαγολογία gathering of berries fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek